ἀνθρωπάριον

ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπάριον
manikin
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνθρωπαρίω — ἀνθρωπάριον manikin neut nom/voc/acc dual ἀνθρωπάριον manikin neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπαρίοις — ἀνθρωπάριον manikin neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπαρίου — ἀνθρωπάριον manikin neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπαρίων — ἀνθρωπάριον manikin neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθρωπάρια — ἀνθρωπάριον manikin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπάριο — το (Α ἀνθρωπάριον) (υποκορ. του άνθρωπος) 1. μικρογραφία ανθρώπου, ανδρείκελο 2. μτφ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος (με μειωτική σημασία) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”